κοπιράιτ

κοπιράιτ
το
(λ. αγγλ.), άκλ., αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης και ανατύπωσης έργου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοπιράιτ — (copyright). Όρος, με τον οποίο υποδηλώνεται, στο αγγλοσαξονικό δίκαιο, το δικαίωμα οικονομικής εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων. Βλ. λ. ιδιοκτησία (πνευματική) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”